επινυμφειος

επινυμφειος
    ἐπινύμφειος
    2
    

(Soph. - v. l. ἐπὴ νυμφείοις) = ἐπινυμφίδιος


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επινυμφειος" в других словарях:

  • επινύμφειος — ἐπινύμφειος, ον θηλ. και ἐπινυμφείη (Α) νυφικός, γαμήλιος («οὔτ’ ἐπινύμφειός πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • υμνώ — ὑμνῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑμνείω Α [ύμνος] 1. εξυμνώ, επαινώ, εγκωμιάζω (α. «ύμνησε τους άθλους τών αγωνιστών τού 21» β. «οὔτ ἐπινύμφειός πω μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.) 2. ψάλλω εκκλησιαστικό ύμνο, δοξολογώ τον Θεό («Σὲ ὑμνοῡμεν, Σὲ εὐλογοῡμεν …   Dictionary of Greek

  • ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»